προτέλειος

προτέλειος
-ον, Α
1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης
2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια
(ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή πράξη ή επιχείρηση, εξιλαστήρια θυσία («προτέλεια δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ;», Ευρ.)
β) (κατά τον Τίμ.) «προτέλεια, αἱ πρὸ τῶν γάμων τελούμενοι θυσίαι καὶ δωρεαί»
γ) (κατά το λεξ. Σούδ.) «προτέλεια
ἡμέραν οὕτως ὀνομάζουσιν, ἐν ᾗ εἰς τὴν ἀκρόπολιν τὴν γαμουμένην παρθένον ἄγουσιν οἱ γονεῑς εἰς τὴν θεάν, καὶ θυσίας ἐπιτελοῡσι»
δ) μτφ. οι αρχές, τα στοιχεία επιστήμης («τὰ προτέλεια τῆς φιλοσοφίας», Φίλ.)
4. φρ. α) «ἐν προτελείοις κάμακος» — κατά τους προκαταρκτικούς αγώνες
β) «ἐν βιότου προτελείοις» — μέσα στην αρετή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + τέλειος (< τέλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτέλειος — before a ceremony of initiation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέλειον — προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem acc sg προτέλειος before a ceremony of initiation neut nom/voc/acc sg προτελέω pay imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) προτελέω pay imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελείου — προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem/neut gen sg προτελέω pay pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) προτελέω pay imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) προτελειόω perform preliminary initiation pres imperat act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελείους — προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem acc pl προτελειόω perform preliminary initiation imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελείῳ — προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτέλει' — προτέλεια , προτέλεια previous payment fem nom/voc sg προτέλεια , προτέλεια previous payment neut nom/voc/acc pl προτέλειαι , προτέλεια previous payment fem nom/voc pl προτέλεια , προτέλειος before a ceremony of initiation neut nom/voc/acc pl… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… …   Dictionary of Greek

  • ՆԱԽԱԿԱՏԱՐ — (ի.) NBH 2 0389 Chronological Sequence: 6c, 8c, 12c ա. προτέλειος praeperfectus, perfectissimus. Անդստին ʼի բնէ կատարեալ ամենայնիւ. գերակատար. ... *Գերագոյն լոյս, նախակատար ինքնակատար պետութիւն: Նորին քան զամենայն բան եւ միտս ինքնակատար եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • προτελείοις — προτέλεια previous payment neut dat pl προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem/neut dat pl προτελέω pay pres opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προτελείων — προτέλεια previous payment neut gen pl προτέλειος before a ceremony of initiation masc/fem/neut gen pl προτελέω pay pres part act masc nom sg προτελειόω perform preliminary initiation imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) προτελειόω perform… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”